- πολύφθοος
- πολύ-φθοος, ον, epith. of a day at Delphi,A on which the oracle was much consulted, Plu.2.292f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφθοος — ον, Α προσωνυμία ημέρας τού δελφικού μήνα Βυσίου κατά την οποία δίνονταν πολλοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + φθόϊς* / φθοίς «είδος πλακούντος» και «άμμος χρυσού»] … Dictionary of Greek
πολύφθοον — πολύφθοος on which the oracle was much consulted masc/fem acc sg πολύφθοος on which the oracle was much consulted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)